- βελάδα
- η1) фрак; 2) обл ист. сюртук
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βελάδα — η (λ. ιταλ.), είδος επίσημου, μαύρου, ανδρικού ενδύματος, το φράκο, η ρεντικότα: Η βελάδα ήταν υποχρεωτικό ένδυμα στην επίσημη δεξίωση του υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελάδα — η επίσημο αντρικό μαύρο ένδυμα, παραπλήσιο προς το φράκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) velada] … Dictionary of Greek
φράκο — το (λ. γαλλ.), μαύρη επίσημη αντρική ενδυμασία, η βελάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρακοφόρος — ο αυτός που φοράει φράκο (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με βελάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)